- ἰσοκέλευθος
- ἰσοκέλευθοςwalking alikemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισοκέλευθος — ἰσοκέλευθος, ον (Α) 1. αυτός που πορεύεται στον ίδιο δρόμο με άλλον 2. μτφ. κοινός, συνήθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κέλευθος «δρόμος»] … Dictionary of Greek
ἰσοκέλευθον — ἰσοκέλευθος walking alike masc/fem acc sg ἰσοκέλευθος walking alike neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… … Dictionary of Greek